λαμπα(ν)τέρ

λαμπα(ν)τέρ
το
φωτιστική συσκευή, εφοδιασμένη με μία ή περισσότερες λυχνίες —σήμερα με ηλεκτρικούς λαμπτήρες— συναρμολογημένες πάνω σε υποστήριγμα εδραζόμενο στο έδαφος, η οποία χρησιμοποιείται για εσωτερικό ή εξωτερικό φωτισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lampadaire < λατ. lampadarium < λατ. lampas (< λαμπάς, -άδος) + -arium, ουδ. της -arius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”